Greek Meaning of gutty

γενναίος

Other Greek words related to γενναίος

Definitions and Meaning of gutty in English

Webster

gutty (a.)

Charged or sprinkled with drops.

FAQs About the word gutty

γενναίος

Charged or sprinkled with drops.

έντονος,γενναίος,γενναίος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,ηρωικός,ηρωικός,γενναίος,περιπετειώδης,Τολμηρός

ανήσυχος,προσεκτικός,προσεκτικός,κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,διστακτικός,Δειλός,φοβισμένος,άνανδρος

gutturo- => λαρυγγικός-, gutturize => Γκουτουριάζω, gutturine => γουτουρικό, gutturalness => Γκρουβάλισμα, gutturally => γοργολόγο,