Greek Meaning of shy
ντροπαλός
Other Greek words related to ντροπαλός
- ντροπαλός
- φοβισμένος
- φοβισμένος
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- φοβισμένος
- τρομακτικός
- τρομοκρατημένος
- δειλός
- κίτρινο
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- κοτόπουλο
- δειλός
- Δειλός
- δειλός
- Δειλός
- φοβερός
- άνανδρος
- τρομοκρατημένος
- ανήσυχος
- νευρικός
- δειλός
- αγχωμένος
- πανικόβλητος
- πανικόβλητος
- Μικρόψυχος
- σοκαρισμένος
- νευρικός
- Ανίσχυρος
- τρομακτικός
- τρομαγμένος
- τρεμάμενος
- φοβισμένος
- ανάξιος λόγου
- περιπετειώδης
- Θρασύς
- έντονος
- γενναίος
- σίγουρος
- γενναίος
- Τολμηρός
- αριστοκρατικός
- ατρόμητος
- γενναιοδωρος
- γενναίος
- ανθεκτικός
- ηρωικός
- ανίκητος
- ατρόμητος
- γενναίος
- τολμηρός
- περιπετειώδης
- σίγουρος
- ανίκητος
- αποφασισμένος
- στερεός
- ηρωικός
- Γενναίος
- αποφασισμένος
- ζωηρός
- σταθερός
- γεροδεμένος
- ατάραχος
- σταθερός
- ανδρείος
- τολμηρός
- ανδρείος
- παιχνίδι
- μεγαλόκαρδος
- Λεοντόκαρδος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- σίγουρος για τον εαυτό του
- ζωηρός
- γενναίος
- ακλόνητος
Nearest Words of shy
- shwan-pan => αριθμητής
- shwa => Σβά
- shuttlewise => Διαστημικού λεωφορείου
- shuttlecork => Βολάν
- shuttlecock fern => Πτερόφυτο
- shuttlecock => Φτερό
- shuttle helicopter => ελικόπτερο διαστημικού λεωφορείου
- shuttle diplomacy => διπλωματία πλοίου
- shuttle bus => λεωφορείο διασύνδεσης
- shuttle => διαστημικό λεωφορείο
Definitions and Meaning of shy in English
shy (n)
a quick throw
shy (v)
start suddenly, as from fright
throw quickly
shy (a)
lacking self-confidence
shy (s)
short
wary and distrustful; disposed to avoid persons or things
shy (superl.)
Easily frightened; timid; as, a shy bird.
Reserved; coy; disinclined to familiar approach.
Cautious; wary; suspicious.
shy (a.)
To start suddenly aside through fright or suspicion; -- said especially of horses.
Inadequately supplied; short; lacking; as, the team is shy two players.
shy (v. t.)
To throw sidewise with a jerk; to fling; as, to shy a stone; to shy a slipper.
shy (n.)
A sudden start aside, as by a horse.
A side throw; a throw; a fling.
FAQs About the word shy
ντροπαλός
a quick throw, start suddenly, as from fright, throw quickly, lacking self-confidence, short, wary and distrustful; disposed to avoid persons or thingsEasily fr
ντροπαλός,φοβισμένος,φοβισμένος,ποντίκι,Τον ποντικό,φοβισμένος,τρομακτικός,τρομοκρατημένος,δειλός,κίτρινο
περιπετειώδης,Θρασύς,έντονος,γενναίος,σίγουρος,γενναίος,Τολμηρός,αριστοκρατικός,ατρόμητος,γενναιοδωρος
shwan-pan => αριθμητής, shwa => Σβά, shuttlewise => Διαστημικού λεωφορείου, shuttlecork => Βολάν, shuttlecock fern => Πτερόφυτο,