Greek Meaning of adventuresome

περιπετειώδης

Other Greek words related to περιπετειώδης

Definitions and Meaning of adventuresome in English

Wordnet

adventuresome (a)

willing to undertake or seeking out new and daring enterprises

Webster

adventuresome (a.)

Full of risk; adventurous; venturesome.

FAQs About the word adventuresome

περιπετειώδης

willing to undertake or seeking out new and daring enterprisesFull of risk; adventurous; venturesome.

περιπετειώδης,Θρασύς,έντονος,γενναίος,γενναίος,Τολμηρός,αριστοκρατικός,επιχειρηματικός,ατρόμητος,γενναίος

φοβισμένος,προσεκτικός,προσεκτικός,Δειλός,δειλός,γαλακτώδες,συνετός,Μικρόψυχος,ντροπαλός,ντροπαλός

adventurer => εξερευνητής, adventureful => περιπετειώδης, adventured => περιπετειώδης, adventure story => Ιστορία περιπέτειας, adventure => περιπέτεια,