Greek Meaning of enterprising

επιχειρηματικός

Other Greek words related to επιχειρηματικός

Definitions and Meaning of enterprising in English

Wordnet

enterprising (a)

marked by imagination, initiative, and readiness to undertake new projects

Webster

enterprising (a.)

Having a disposition for enterprise; characterized by enterprise; resolute, active or prompt to attempt; as, an enterprising man or firm.

FAQs About the word enterprising

επιχειρηματικός

marked by imagination, initiative, and readiness to undertake new projectsHaving a disposition for enterprise; characterized by enterprise; resolute, active or

περιπετειώδης,επιθετικός,φιλόδοξος,άγριος,διεκδικητικός,σίγουρος,Τολμηρός,δυναμικός ,Ενεργητικός,υψηλή πίεση

συγκαταβατικός,άφιλος,Επιδεκτικός,συμβατός,σεβαστικός,υπάκουος,εύκολος,ταπεινός,Χαμηλή πίεση,σεμνός

enterpriser => επιχειρηματίας, enterprise zone => Βιομηχανική περιοχή, enterprise => Επιχείρηση, enterplead => εισέρχομαι, enterparlance => Εισάγω στη γλώσσα,