Greek Meaning of self-assertive

διεκδικητικός

Other Greek words related to διεκδικητικός

Definitions and Meaning of self-assertive in English

Wordnet

self-assertive (a)

aggressively self-assured

Wordnet

self-assertive (s)

offensively self-assertive

Webster

self-assertive (a.)

Disposed to self-assertion; self-asserting.

FAQs About the word self-assertive

διεκδικητικός

aggressively self-assured, offensively self-assertiveDisposed to self-assertion; self-asserting.

επιθετικός,φιλόδοξος,άγριος,περιπετειώδης,διεκδικητικός,εμπόλεμος,σίγουρος,Τολμηρός,Ενεργητικός,επιχειρηματικός

συγκαταβατικός,Επιδεκτικός,συμβατός,σεβαστικός,υπάκουος,εύκολος,Χαμηλή πίεση,μη διεκδικητικός,χαλαρός,υποτακτικός

self-assertion => Αυτοβεβαίωση, self-asserting => σίγουρος για τον εαυτό του, self-approving => αυτοεγκριτικό, self-appointed => αυτοδιορισμένος, self-applying => αυτοεφαρμοζόμενο,