Greek Meaning of confident
σίγουρος
Other Greek words related to σίγουρος
- σίγουρος
- ελπιδοφόρος
- αισιόδοξος
- υπερήφανος
- ασφαλής
- σίγουρος για τον εαυτό του
- σίγουρος για τον εαυτό του
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- ήρεμος
- Γαλήνιος
- εγωιστής
- ατάραχος
- εφησυχασμένος
- ματαιόδοξος
- κουλ
- ψύχραιμος
- με αυτοπειθαρχία
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- ατάραχος
- σημαντικός
- αναίσθητος
- υπεροπτικός
- πομπώδης
- υπερήφανος
- θυμίζει
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- εγωκεντρικός
- εγωϊστικός
- εγωιστής
- εγωιστής
- ψύχραιμος
- ανεξάρτητος
- αυτάρεσκος
- αυτάρκης
- Φιγουρατζής
- ήρεμος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- ακλόνητος
- αισιόδοξο
- μάταιος
- μάταιος
- αυτο-επηρεασμένος
- αυτάρεσκος
- αυταρχικός
- αυτάρεσκος
- απελευθερωμένος
Nearest Words of confident
- confidential => εμπιστευτικός
- confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου
- confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες
- confidentiality => εμπιστευτικότητα
- confidentially => Εμπιστευτικά
- confidently => με αυτοπεποίθηση
- confiding => Εμπιστοσύνης
- confidingly => εμπιστευτικά
- configuration => Ρύθμιση παραμέτρων
- configurational => διαμορφωτικός
Definitions and Meaning of confident in English
confident (a)
having or marked by confidence or assurance
confident (s)
persuaded of; very sure
not liable to error in judgment or action
FAQs About the word confident
σίγουρος
having or marked by confidence or assurance, persuaded of; very sure, not liable to error in judgment or action
σίγουρος,ελπιδοφόρος,αισιόδοξος,υπερήφανος,ασφαλής,σίγουρος για τον εαυτό του,σίγουρος για τον εαυτό του,συλλεγέν,συντεθειμένος,ήρεμος
διστακτικός,ταπεινός,Ανασφαλής,σεμνός,αγχωμένος,ντροπαλός,μη διεκδικητικός,ντροπαλός,κόσμιος,ανήσυχος
confidence trick => απάτη εμπιστοσύνης, confidence man => απατεώνας, confidence game => Παιχνίδι εμπιστοσύνης, confidence => εμπιστοσύνη, confide => εμπιστεύομαι,