Greek Meaning of confidently

με αυτοπεποίθηση

Other Greek words related to με αυτοπεποίθηση

Definitions and Meaning of confidently in English

Wordnet

confidently (r)

with confidence; in a confident manner

FAQs About the word confidently

με αυτοπεποίθηση

with confidence; in a confident manner

ανέμελα,με προσδοκία,ζωηρά,ζαλισμένα,χαρούμενα,χαρούμενα,θετικά,φιλικά,άνετα,χαρούμενα

ταπεινά,μαύρος,απογοητευμένος,απελπισμένα,απαρηγόρητα,απογοητευτικά,θλιβερά,μελαγχολικά,λυπημένα,απαισιόδοξα

confidentially => Εμπιστευτικά, confidentiality => εμπιστευτικότητα, confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες, confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου, confidential => εμπιστευτικός,