Greek Meaning of confidently
με αυτοπεποίθηση
Other Greek words related to με αυτοπεποίθηση
- ανέμελα
- με προσδοκία
- ζωηρά
- ζαλισμένα
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- θετικά
- φιλικά
- άνετα
- χαρούμενα
- φιλικός
- ευχαρίστως
- ελπίζουμε
- χαμογελώντας
- αισιόδοξα
- αισιόδοξα
- ηλιόλουστα
- διασκεδαστικά
- αισιόδοξα
- γελώντας
- ανέμελα
- Μακαρίως
- λαμπρά
- χαρούμενα
- με χαρά
- φιλικά
- χαρούμενα
- με καλή διάθεση
- καλοπροαίρετα
- ευτυχισμένος
- θερμότατα
- χιουμοριστικά
- αστεϊζόμενος
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- χαρούμενα
- με ενθουσιασμό
- χαμογελώντας
- χαρούμενα
- ευφορικά
- χαρμόσυνα
Nearest Words of confidently
- confidentially => Εμπιστευτικά
- confidentiality => εμπιστευτικότητα
- confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες
- confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου
- confidential => εμπιστευτικός
- confident => σίγουρος
- confidence trick => απάτη εμπιστοσύνης
- confidence man => απατεώνας
- confidence game => Παιχνίδι εμπιστοσύνης
- confidence => εμπιστοσύνη
Definitions and Meaning of confidently in English
confidently (r)
with confidence; in a confident manner
FAQs About the word confidently
με αυτοπεποίθηση
with confidence; in a confident manner
ανέμελα,με προσδοκία,ζωηρά,ζαλισμένα,χαρούμενα,χαρούμενα,θετικά,φιλικά,άνετα,χαρούμενα
ταπεινά,μαύρος,απογοητευμένος,απελπισμένα,απαρηγόρητα,απογοητευτικά,θλιβερά,μελαγχολικά,λυπημένα,απαισιόδοξα
confidentially => Εμπιστευτικά, confidentiality => εμπιστευτικότητα, confidential information => εμπιστευτικές πληροφορίες, confidential adviser-advisee relation => Εμπιστευτικός σύμβουλος - σχέση συμβούλου-συμβουλευόμενου, confidential => εμπιστευτικός,