Greek Meaning of glumly

ζοφερά

Other Greek words related to ζοφερά

Definitions and Meaning of glumly in English

Wordnet

glumly (r)

in a sullen manner

Webster

glumly (adv.)

In a glum manner; sullenly; moodily.

FAQs About the word glumly

ζοφερά

in a sullen mannerIn a glum manner; sullenly; moodily.

μαύρος,ζοφερά,σκοτεινά,απογοητευμένος,απελπισμένα,απελπισμένα,απαρηγόρητα,απογοητευτικά,απογοητευμένος,δυσάρεστα

Μακαρίως,ήρεμα,χαρούμενα,χαρούμενα,με απεριόριστη ευχαρίστηση,χαρούμενα,χαρούμενα,ευχαρίστως,με χαρά,ευτυχισμένος

glumelle => άχυρο, glumella => Υποστρώμα, glume => γλοχίς, glumal => Άχυρο, glumaceous => γλιώδης,