Greek Meaning of glumpy
μελαγχολικός
Other Greek words related to μελαγχολικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of glumpy
- glunch => Γκλαντς
- gluon => Γκλουόνιο
- glut => περίσσευμα
- glutaconic => Γλουτακονικό
- glutaeus => Γλουτιαίος
- glutamate => γλουταμινικό οξύ
- glutamic => γλουταμινικό
- glutamic acid => γλουταμικό οξύ
- glutamic oxalacetic transaminase => Γλουταμινική οξαλική τρανσαμινάση
- glutamic oxaloacetic transaminase => Γλουταμινική οξαλοξική τρανσαμινάση
Definitions and Meaning of glumpy in English
glumpy (a.)
Glum; sullen; sulky.
FAQs About the word glumpy
μελαγχολικός
Glum; sullen; sulky.
No synonyms found.
No antonyms found.
glump => Καταβεβλημένος, glumness => μελαγχολία, glummy => Κατηφής, μελαγχολικός, glumly => ζοφερά, glumelle => άχυρο,