Greek Meaning of low-spiritedly

καταθλιμμένος

Other Greek words related to καταθλιμμένος

Definitions and Meaning of low-spiritedly in English

low-spiritedly

dejected, depressed

FAQs About the word low-spiritedly

καταθλιμμένος

dejected, depressed

ταπεινά,βασανιστικά,πικρά,ζοφερά,απογοητευμένος,απελπισμένα,απελπισμένα,απαρηγόρητα,απογοητευμένος,θλιβερά

Μακαρίως,χαρούμενα,με απεριόριστη ευχαρίστηση,εύκολα,ευχαρίστως,με χαρά,ευτυχισμένος,χαρούμενα,χαρούμενα,χαρούμενα

low-slung => χαμηλοβλεπούσας, lows => χαμηλά, low-rent => φτηνά νοίκια, lowlives => κακούργοι, low-life => Κατακάθι της κοινωνίας,