FAQs About the word demure

κόσμιος

affectedly modest or shy especially in a playful or provocative wayOf sober or serious mien; composed and decorous in bearing; of modest look; staid; grave., Af

ερωτογενής,ντροπαλός,ερωτικός,γατίσιο,ερωτοπαίχτης,κοριτσίστικος,Πουριτανικός,μωροφιλόδοξος,σφιγμένος

αδιάκριτη

demur => διστάζω, demulsion => απογαλακτωματοποίηση, demulsify => Απογαλακτώνω, demulen => Demulen, demulcent => μαλακτικό,