Greek Meaning of demurely

σεμνά

Other Greek words related to σεμνά

Definitions and Meaning of demurely in English

Wordnet

demurely (r)

in a demure manner

Webster

demurely (adv.)

In a demure manner; soberly; gravely; -- now, commonly, with a mere show of gravity or modesty.

FAQs About the word demurely

σεμνά

in a demure mannerIn a demure manner; soberly; gravely; -- now, commonly, with a mere show of gravity or modesty.

αγνά,διακριτικά,μετριοπαθώς,ήσυχα,διακριτικά,συντηρητικά,προφανώς,απλά,μεμψίμοιρος,Ανιαρά

γενναία,λαμπρά,λαμπρά,πολύχρωμα,χαρούμενα,χαρούμενα,δυνατά,επιδεικτικά,επιδεικτικά,Επιδεικτικά

demure => κόσμιος, demur => διστάζω, demulsion => απογαλακτωματοποίηση, demulsify => Απογαλακτώνω, demulen => Demulen,