Greek Meaning of demurred

δίστασε

Other Greek words related to δίστασε

Definitions and Meaning of demurred in English

Webster

demurred (imp. & p. p.)

of Demur

FAQs About the word demurred

δίστασε

of Demur

αντιρρησίες,διαμαρτυρηθεί,εξαιρεθείς,διαμαρτυρήθηκε,γκρίνια,παραπονιόταν,κλώτσησε,διαμαρτυρήθηκε (με),έκανε εξαίρεση,σταμάτησε

αποδεκτό,συμφωνήθηκε,εγκρίθηκε,κυρώσεις,συμφώνησε,προσκολλημένο,απολογούσε,αποδεκτό,υπερασπίστηκε,ακολούθησε

demurral => υπερημερία, demurrage => επιδρομή, demurrable => ενστάσιμος, demurity => σεμνότητα, demureness => Σωφροσύνη,