Greek Meaning of carped
επικρίθηκε
Other Greek words related to επικρίθηκε
- φώναξε
- γκρίνια
- παραπονιόταν
- βέλαξε
- νιαουρίζω
- στενόχωρος
- γκρίνιαζε
- Γκριζαρισμένος
- γρύλισε
- κατέκρινε
- στέναξε
- ψιθύρισε
- μουρμούρισε
- γκρίνιαζε
- έκλαιγε
- γκρίνιαξε
- ανήσυχος
- ενισχυμένος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- έκλαψε
- κατσούφης
- γκρινιάζω
- γκρίνιαζε
- έβριζε
- φώναξε
- θρηνούσε
- κλώτσησε
- γκρίνιαζε
- διαμαρτυρηθεί
- pin
- τσίριξε / φώναξε δυνατά
- τσίριξε
- γκρινιάρης
- φλυαρούσε
- ούρλιαξε
- θρήνησε
- θρήνησε
- κλαίω
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- κατηγόρησε
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- θρηνούσε
- διαφωνούσε
- βραστά
- πέθανε
- Έκανε φασαρία
- Προκάλεσε σάλο
- μουρμουρίζοντας
- αντιτίθεμαι (σε)
- τσακώθηκα (με)
- μαλώνω (με)
- λυγμούσε
- ούρλιαζε
- ουρλιαχτός
Nearest Words of carped
Definitions and Meaning of carped in English
carped (imp. & p. p.)
of Carp
FAQs About the word carped
επικρίθηκε
of Carp
φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,βέλαξε,νιαουρίζω,στενόχωρος,γκρίνιαζε,Γκριζαρισμένος,γρύλισε,κατέκρινε
αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,άντεξε,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,επαινέθηκε
carpathians => Καρπάθια Όρη, carpathian mountains => Καρπάθια Όρη, carpathian => Καρπάθια, carpalia => Καρπιαία οστά, carpale => Καρπικό,