Greek Meaning of carped

επικρίθηκε

Other Greek words related to επικρίθηκε

Definitions and Meaning of carped in English

Webster

carped (imp. & p. p.)

of Carp

FAQs About the word carped

επικρίθηκε

of Carp

φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,βέλαξε,νιαουρίζω,στενόχωρος,γκρίνιαζε,Γκριζαρισμένος,γρύλισε,κατέκρινε

αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,άντεξε,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,επαινέθηκε

carpathians => Καρπάθια Όρη, carpathian mountains => Καρπάθια Όρη, carpathian => Καρπάθια, carpalia => Καρπιαία οστά, carpale => Καρπικό,