Greek Meaning of hollered
φώναξε
Other Greek words related to φώναξε
- στέναξε
- μουρμούρισε
- φώναξε
- γκρίνια
- παραπονιόταν
- βέλαξε
- επικρίθηκε
- νιαουρίζω
- στενόχωρος
- γκρίνιαζε
- Γκριζαρισμένος
- γρύλισε
- κατέκρινε
- ψιθύρισε
- γκρίνιαζε
- έκλαιγε
- γκρίνιαξε
- ανήσυχος
- ενισχυμένος
- γκρινιάζω
- Γκρίνιαζε
- έκλαψε
- πέθανε
- κατσούφης
- γκρινιάζω
- γκρίνιαζε
- έβριζε
- θρηνούσε
- κλώτσησε
- Έκανε φασαρία
- γκρίνιαζε
- διαμαρτυρηθεί
- pin
- τσίριξε / φώναξε δυνατά
- τσίριξε
- γκρινιάρης
- φλυαρούσε
- ουρλιαχτός
- ούρλιαξε
- θρήνησε
- κλαίω
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- κατηγόρησε
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- θρηνούσε
- διαφωνούσε
- βραστά
- Προκάλεσε σάλο
- μουρμουρίζοντας
- αντιτίθεμαι (σε)
- τσακώθηκα (με)
- μαλώνω (με)
- λυγμούσε
- ούρλιαζε
Nearest Words of hollered
Definitions and Meaning of hollered in English
hollered
an African American work song freely improvised usually in terms of the particular occupation of the moment and often without words, gripe, complain, shout, cry, complaint, to cry out (as to attract attention or in pain), to call out (a word or phrase), complain sense 1, to cry or call out
FAQs About the word hollered
φώναξε
an African American work song freely improvised usually in terms of the particular occupation of the moment and often without words, gripe, complain, shout, cry
στέναξε,μουρμούρισε,φώναξε,γκρίνια,παραπονιόταν,βέλαξε,επικρίθηκε,νιαουρίζω,στενόχωρος,γκρίνιαζε
αποδεκτό,βαρετός,Χαρούμενος,χάρηκε,ανεκτή,πήρε,χειροκρότησε.,επευφημούσαν,άντεξε,επαινέθηκε
holidayer => παραθεριστής, holes => τρύπες, holed up => Ενσφηνωμένο, holed => τρυπημένος, holdups => ληστείες,