Greek Meaning of deplored
κατηγόρησε
Other Greek words related to κατηγόρησε
Nearest Words of deplored
Definitions and Meaning of deplored in English
deplored (imp. & p. p.)
of Deplore
FAQs About the word deplored
κατηγόρησε
of Deplore
θρηνούσε,πένθησε,λυπήθηκα,θρήνησε,θρήνησε,λυπημένος (για),θρήνησε (για κάποιον),κλαίω με λυγμούς,κλαίω,έκλαψε (για)
Χαρούμενος,γέλασε,Ενθουσιασμένος (με),χαμογέλασε,ακτινοβόλος,επευφημούσαν,πανηγυρίζω (για),καυχήθηκε (για),χαμογέλασε,χαρούμενος
deplore => θρηνώ, deploration => Θρήνος, deplorate => κατακρίνω, deplorably => απογοητευτικά, deplorableness => Αθλιότητα,