FAQs About the word gloried (in)

καυχήθηκε (για)

to feel or show great joy or pleasure because of (something)

πανηγυρίζω (για),Ενθουσιασμένος (με),Χαρούμενος,χαρούμενος,χαμογέλασε,γέλασε,χαμογέλασε

λυπημένος (για),θρηνούσε,θρήνησε (για κάποιον),θρήνησε,θρήνησε,έκλαψε (για),κατηγόρησε,πένθησε,θρηνήθηκε,στέναξε

Gloria Patri => Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, glooms => Μελαγχολία, glomming => αγκαλιά, globules => σφαιρίδια, globs => σβόλοι,