FAQs About the word wept

έκλαψε

of Weep, imp. & p. p. of Weep.

αιμορραγία,έσταξε,εξέπεμπε,έρεε,εξερχόταν,διείσδυσε,ιδρωμένος,διηθήθηκε,τεταμένος,ιδρώτας

πλημμυρισμένος,χύθηκε,ροής,αυξήθηκε,χύθηκε

wepen => wepen, wep => WEP, wentletrap => Κοχλίας, wen-ti => wen-ti, went => πήγε,