Greek Meaning of vented
εξαεριζόμενος
Other Greek words related to εξαεριζόμενος
Nearest Words of vented
Definitions and Meaning of vented in English
vented (s)
supplied with a vent or vents for intake of air or discharge of gases
vented (imp. & p. p.)
of Vent
FAQs About the word vented
εξαεριζόμενος
supplied with a vent or vents for intake of air or discharge of gasesof Vent
ατμοσφαιρικό,αεριζόμενο,αέρας,αέρινος
Κομμένος η ανάσα,πνιγηρός,μη αεριζόμενο,κοντά,ασφυκτικός,αποπνικτικός
ventail => προσωπίδα, ventage => εξαερισμός, vent => εξαερισμός, venous thrombosis => Φλεβική θρόμβωση, venous sinus => Φλεβικός κόλπος,