FAQs About the word ventilated

αεριζόμενο

exposed to airof Ventilate

αέρινος,ατμοσφαιρικό,αέρας,εξαεριζόμενος

Κομμένος η ανάσα,πνιγηρός,μη αεριζόμενο,κοντά,ασφυκτικός,αποπνικτικός

ventilate => αερίζω, ventiduct => αγωγός εξαερισμού, vent-hole => αεραγωγός, venthole => Αεραγωγός, venter => κοιλιά,