Greek Meaning of unventilated
μη αεριζόμενο
Other Greek words related to μη αεριζόμενο
Nearest Words of unventilated
Definitions and Meaning of unventilated in English
unventilated (a)
not ventilated
FAQs About the word unventilated
μη αεριζόμενο
not ventilated
άνευ αέρα,ασφυκτικός,Κομμένος η ανάσα,καταπιεστικός,αποπνικτικός,πνιγηρός,κοντά,ομιχλώδης,βαρύς,παχύς
αέρινος,ενθαρρυντικός,αέρας,ζωηρός,αναζωογονητικός,γλυκό,αποκαταστατικός,αναβιωτικό,ανεπιτήδευτο,αεριζόμενο
unvented => Μη αεριζόμενος, unvendible => μη εμπορεύσιμο, unveiling => αποκάλυψη, unveiler => αποκαλυπτής, unveiled => αποκαλυμμένος,