FAQs About the word suffocating

ασφυκτικός

causing difficulty in breathing especially through lack of fresh air and presence of heat

Κομμένος η ανάσα,κοντά,αποπνικτικός,πνιγηρός,άνευ αέρα,βαρύς,καταπιεστικός,παχύς,ομιχλώδης,μη αεριζόμενο

αέρινος,ενθαρρυντικός,αέρας,ζωηρός,αναζωογονητικός,αναβιωτικό,γλυκό,τονωτικός,αναζωογονητικό,αποκαταστατικός

suffocate => πνίγω, suffixation => προσθήκη επιθήματος, suffix notation => Σημειογραφία επιθημάτων, suffix => επίθημα, sufficiently => επαρκώς,