Greek Meaning of sufficient

ικανός

Other Greek words related to ικανός

Definitions and Meaning of sufficient in English

Wordnet

sufficient (a)

of a quantity that can fulfill a need or requirement but without being abundant

FAQs About the word sufficient

ικανός

of a quantity that can fulfill a need or requirement but without being abundant

αποδεκτός,επαρκής,αξιοπρεπής,εντάξει,λογικός,ικανοποιητικός,ανεκτός,Εντάξει,εντάξει,κοινός

Κεφάλαιο,επιλογή,κλασικός,εξαίρετος,άριστος,Εξαιρετικός.,εξαίσιος,καταπληκτικός,φανταστικός,πρώτη θέση

sufficiency => Επάρκεια, suffice => αρκετός, suffering => πόνος, sufferer => πάσχων, sufferance => δυστυχία,