Greek Meaning of optimal

βέλτιστος

Other Greek words related to βέλτιστος

Definitions and Meaning of optimal in English

Wordnet

optimal (s)

most desirable possible under a restriction expressed or implied

FAQs About the word optimal

βέλτιστος

most desirable possible under a restriction expressed or implied

άριστος,Εξαιρετικός.,πρώτη θέση,θαυμαστός,μέγιστο,βέλτιστος,Εξαιρετικός,πρώτος αριθμός,ιδιαίτερος,θαυμάσιος

αποδεκτός,επαρκής,κοινός,δίκαιο,αδιάφορος,μέτριος,μέσο,μέτριος,συνηθισμένος,ικανοποιητικός

optimacy => αισιοδοξία, optigraph => optigraph, optics => οπτική, optician => οπτικός, optical telescope => Οπτικό τηλεσκόπιο,