Greek Meaning of second class
δεύτερη τάξη
Other Greek words related to δεύτερη τάξη
- κατώτερος
- μέση τιμή
- ανήλικος
- μικρότερος
- λιγότερο
- Χαμηλότερος
- συνηθισμένος
- ασήμαντος
- δεύτερης κατηγορίας
- δευτερεύων
- υφιστάμενος
- εσφαλμένος
- μέσος
- κακός
- κοινός
- ελαττωματικός
- ανεπαρκής
- δίκαιο
- ανεπαρκής
- Ανεπαρκής
- νέος
- μικρότερος
- χαμηλού επιπέδου
- φτηνά νοίκια
- μέτριος
- απαράδεκτο
- κάτω από
- ανικανοποίητος
- λάθος
Nearest Words of second class
- second childhood => Δεύτερη παιδική ηλικία
- second best => δεύτερο καλύτερος
- second battle of ypres => Δεύτερη μάχη του Υπρ
- second baseman => Δεύτερος αμυντικός
- second base => Δεύτερη βάση
- second banana => Δεύτερη μπανάνα
- second balcony => Δεύτερος εξώστης
- second adventist => Έβδομης ημέρας Adventist
- second adventism => Δευτερη Παρουσια
- second advent => Δεύτερη Παρουσία
- second coming => Δευτέρα Παρουσία
- second coming of christ => Δευτέρα Παρουσία του Χριστού
- second council of constantinople => Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος
- second council of lyons => Δεύτερη Σύνοδος της Λυών
- second council of nicaea => Δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας
- second cousin => δευτερος ξαδερφος
- second cranial nerve => Δεύτερο κρανιακό νεύρο
- second crusade => Δεύτερη Σταυροφορία
- second deck => δεύτερο κατάστρωμα
- second earl grey => Δεύτερος κόμης Γκρέι
Definitions and Meaning of second class in English
second class (n)
not the highest rank in a classification
not the highest quality in a classification
a class of accommodations on a ship or train or plane that are less expensive than first class accommodations
second class (r)
by second class conveyance
second class (s)
of inferior status or quality
second class (a.)
Of the rank or degree below the best highest; inferior; second-rate; as, a second-class house; a second-class passage.
FAQs About the word second class
δεύτερη τάξη
not the highest rank in a classification, not the highest quality in a classification, a class of accommodations on a ship or train or plane that are less expen
κατώτερος,μέση τιμή,ανήλικος,μικρότερος,λιγότερο,Χαμηλότερος,συνηθισμένος,ασήμαντος,δεύτερης κατηγορίας,δευτερεύων
μεγαλύτερος,ψηλότερος,μεγάλος,περισσότερο,ηλικιωμένος, -η, -ο,ανώτερος,Εξαιρετικός.,πρώτη θέση,πρωτεύον,πρώτος αριθμός
second childhood => Δεύτερη παιδική ηλικία, second best => δεύτερο καλύτερος, second battle of ypres => Δεύτερη μάχη του Υπρ, second baseman => Δεύτερος αμυντικός, second base => Δεύτερη βάση,