Greek Meaning of low-level
χαμηλού επιπέδου
Other Greek words related to χαμηλού επιπέδου
- μέσος
- νέος
- λιγότερο
- Χαμηλότερος
- ανήλικος
- συνηθισμένος
- ασήμαντος
- δεύτερη τάξη
- δευτερεύων
- μικρότερος
- υφιστάμενος
- κάτω από
- κοινός
- ελαττωματικός
- ανεπαρκής
- ανεπαρκής
- κατώτερος
- Ανεπαρκής
- μέση τιμή
- μέτριος
- δεύτερης κατηγορίας
- απαράδεκτο
- ανικανοποίητος
- εσφαλμένος
- κακός
- δίκαιο
- Σκοτεινή γωνιά
- μικρότερος
- μονόιππο
- ελαφρύτερος
- μικρός
- λάθος
- φτηνά νοίκια
- φτηνιάρικος
Nearest Words of low-level
- lowlands of scotland => Χαμηλώματα της Σκωτίας
- lowlands => Πεδινές εκτάσεις
- lowlander => κάτοικος πεδινής
- lowland white fir => Ελάτη το μεγάλο
- lowland scot => Σκωτσέζος της πεδιάδας
- lowland fir => έλατο πεδινών περιοχών
- lowland burrowing treefrog => Χαμηλός δέντροβάτραχος λαγούμια
- lowland => πεδινή
- low-keyed => διακριτικός
- low-key => διακριτικός
- low-level formatting => διαμόρφωση χαμηλού επιπέδου
- low-level radioactive waste => Ραδιενεργά απόβλητα χαμηλής ραδιενέργειας
- lowlife => απατεώνας
- lowlihead => δειλία
- lowlily => Ταπεινά
- lowliness => ταπεινότητα
- low-lived => ταπεινός
- lowly => ταπεινός
- low-lying => χαμηλής υψομετρικής κλίμακας
- low-minded => μικρόψυχος
Definitions and Meaning of low-level in English
low-level (s)
not intense
at a low level in rank or importance
occurring at a relatively low altitude
low-level (a)
lower in rank or importance
FAQs About the word low-level
χαμηλού επιπέδου
not intense, lower in rank or importance, at a low level in rank or importance, occurring at a relatively low altitude
μέσος,νέος,λιγότερο,Χαμηλότερος,ανήλικος,συνηθισμένος,ασήμαντος,δεύτερη τάξη,δευτερεύων,μικρότερος
μεγαλύτερος,ψηλότερος,μεγάλος,περισσότερο,πρωτεύον,ηλικιωμένος, -η, -ο,ανώτερος,επαρκής,Εξαιρετικός.,πρώτη θέση
lowlands of scotland => Χαμηλώματα της Σκωτίας, lowlands => Πεδινές εκτάσεις, lowlander => κάτοικος πεδινής, lowland white fir => Ελάτη το μεγάλο, lowland scot => Σκωτσέζος της πεδιάδας,