Greek Meaning of slighter

ελαφρύτερος

Other Greek words related to ελαφρύτερος

Definitions and Meaning of slighter in English

Webster

slighter (n.)

One who slights.

FAQs About the word slighter

ελαφρύτερος

One who slights.

ανεπαρκής,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,λιγότερο,μικρότερος,μικρότερος,εσφαλμένος,μέσος,ελαττωματικός,Χαμηλότερος

μεγαλύτερος,ψηλότερος,μεγάλος,περισσότερο,ανώτερος,πρωτεύον,ηλικιωμένος, -η, -ο,αποδεκτός,επαρκής,επιλογή

slighten => υποτιμώ, slighted => προσβάλλω, slight care => Μικρή φροντίδα, slight => ελαφρύ, slidometer => ολισθηρόμετρο,