Greek Meaning of slightingly
λίγο
Other Greek words related to λίγο
- Μειωτικός
- περιφρονητικός
- κριτική
- εξευτελιστικός
- εξευτελιστικός
- απαξιωτικός
- απαξιωτικός
- προσβλητικός
- κακόβουλος
- περιφρονητικός
- μη κολακευτικό
- προσβλητικός
- σκληρός
- καταγγέλλοντας
- υποτιμητικός
- υποτιμητικός
- deprecatory
- υποτιμητικό
- υποτιμητικός
- ειρωνικός
- υποτιμητικός
- δυσφημιστικός
- περιφρονητικός
- δυσφημιστικός
- δυσφημιστικός
- βρώμικο
- υποτιμητικός
- αγενής
- δηλητηριώδης
- δριμύς
- πικρόχολος
- συκοφαντικός
- πικρός
- συκοφαντικός
- κακιά
- Καυστικός
- δυσφημιστικός
- καταγγελτικός
- μοχθηρός
- φθονερός
- ίκτερος
- ζηλιάρης
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- Δυσφήμιση
- μέση τιμή
- ντροπιαστικός
- μνησίκακος
- αγανακτισμένος
- καυστικός
- σκανδαλοθηρικός
- συκοφαντία
- συκοφαντικός
- κακεντρεχής
- συκοφαντία
- Ιογενής
Nearest Words of slightingly
Definitions and Meaning of slightingly in English
slightingly (r)
in a disparaging manner
slightingly (adv.)
In a slighting manner.
FAQs About the word slightingly
λίγο
in a disparaging mannerIn a slighting manner.
Μειωτικός,περιφρονητικός,κριτική,εξευτελιστικός,εξευτελιστικός,απαξιωτικός,απαξιωτικός,προσβλητικός,κακόβουλος,περιφρονητικός
θαυμάζοντας,κολακευτικό,Εγκριτικός,δωρεάν,φιλικός,εγκωμιαστικός,θετικός,επαινετικός,χειροκροτώντας,εκτιμητικός
slighting => υποτιμητικό, slightful => ελαφρύς, slighter => ελαφρύτερος, slighten => υποτιμώ, slighted => προσβάλλω,