Greek Meaning of catty
κακιά
Other Greek words related to κακιά
- κακιά
- σκληρός
- κακόβουλος
- βρώμικο
- κακός
- κακός
- πικρός
- μοχθηρός
- σκληρός
- ζηλιάρης
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- μέση τιμή
- αποκρουστικός
- δηλητηριώδης
- κακεντρεχής
- δηλητηριώδης
- Ιογενής
- δριμύς
- πικρόχολος
- κακόβουλος
- ολέθριος
- Καυστικός
- περιφρονητικός
- απαξιωτικός
- απαξιωτικός
- ύπουλος
- περιφρονητικός
- απαξιωτικός
- φθονερός
- κακός
- εχθρικός
- εχθρικός
- ίκτερος
- κακόβουλος
- ντροπιαστικός
- μνησίκακος
- αγανακτισμένος
- καυστικός
- περιφρονητικός
- σκορβούτο
- φιδίσιο
- ειρωνικός
- σνομπ
- αγενής
- άσχημα
- χωρίς αγάπη
- εκδικητικός
- βιτριολικός
- Φιλικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- φιλάνθρωπος
- καλοήθης
- συμπονετικός
- φιλικός
- φιλικός
- λαμπρός
- καλός
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- παρακαλώ
- αγαπώντας
- ωραίο
- ευχάριστος
- γλυκό
- συμπαθής
- ζεστός
- στοργικός
- αλτρουιστικός
- ερωτευμένος
- καλοήθης
- Καλοκάγαθος
- ανθρώπινος
- ανθρωπιστικός
- καλόκαρδος
- ευγενής
- τρυφερό
- ακίνδυνος
- Θερμόκαρδος
- γενναιόδωρος
- γενναιόδωρος
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- Τρυφερός
Nearest Words of catty
- cattleya citrina => Κατλέγια η κίτρινη
- cattleya => καττλέγια
- cattley guava => Γκουάβα Cattley
- cattleship => Σκαρί σφαγής
- cattleman => κτηνοτρόφος
- cattle trail => μονοπάτι μεγάλων ζώων
- cattle thief => Κλέφτης βοοειδών
- cattle ranch => Cattle farm
- cattle plague => πανώλη των βοοειδών
- cattle pen => Στάβλος
Definitions and Meaning of catty in English
catty (n)
any of various units of weight used in southeastern Asia (especially a Chinese measure equal to 500 grams)
catty (s)
marked by or arising from malice
catty (n.)
An East Indian Weight of 1 1/3 pounds.
FAQs About the word catty
κακιά
any of various units of weight used in southeastern Asia (especially a Chinese measure equal to 500 grams), marked by or arising from maliceAn East Indian Weigh
κακιά,σκληρός,κακόβουλος,βρώμικο,κακός,κακός,πικρός,μοχθηρός,σκληρός,ζηλιάρης
Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλάνθρωπος,καλοήθης,συμπονετικός,φιλικός,φιλικός,λαμπρός,καλός
cattleya citrina => Κατλέγια η κίτρινη, cattleya => καττλέγια, cattley guava => Γκουάβα Cattley, cattleship => Σκαρί σφαγής, cattleman => κτηνοτρόφος,