Greek Meaning of snotty
σνομπ
Other Greek words related to σνομπ
- αριστοκρατικός
- αλαζόνας
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- απόμακρος
- φαντασμένος
- ελιτίστικος
- Υπερόπτης
- χαι-χατ
- ψιλολόγος
- γιογιό
- πολυτελές
- εγωιστής
- υποτιμητικός
- εγωιστής
- υπερόπτης
- εγωιστής
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- υψηλοπετών
- υπερόπτης
- αυταρχικός
- φανταχτερός
- Επιτηδευμένος
- γκρινιάρης
- θυμωμένος
- αυταρχικός
- εύγενος
- υπεροπτικός
- αυταρχικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- υπερήφανος
- εγωιστής
- αυτάρεσκος
- Φιγουρατζής
- ανώτερος
- αλαζονικός
- αλαζονικός
Nearest Words of snotty
Definitions and Meaning of snotty in English
snotty (s)
(used colloquially) overly conceited or arrogant
dirty with nasal discharge
FAQs About the word snotty
σνομπ
(used colloquially) overly conceited or arrogant, dirty with nasal discharge
αριστοκρατικός,αλαζόνας,Σνομπ,σνομπ,Αλαζόνας,απόμακρος,φαντασμένος,ελιτίστικος,Υπερόπτης,χαι-χατ
δημοκρατικός,ισότιμος,ταπεινός,σεμνός,ανεπιτήδευτος,Αντι-ελιτιστικός,χωρίς εγωισμό
snot-nosed => μουρντάρης, snot => μούγκα, snorty => ροχαλητό, snorting => ροχαλητό, snorter => ροχαλητής,