Greek Meaning of snorting
ροχαλητό
Other Greek words related to ροχαλητό
Nearest Words of snorting
Definitions and Meaning of snorting in English
snorting (n)
an act of forcible exhalation
FAQs About the word snorting
ροχαλητό
an act of forcible exhalation
αναπνοή,Πρόσληψη οσμής,ροχαλητό,σβήσιμο ,γρυλίζοντας,φύσημα (έξω),λαχανιάζοντας,σνιφάρισμα,λαχανιασμένος,Φουσκωμένος
ασφυξία,ναυτία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός
snorter => ροχαλητής, snort => ροχαλητό, snorkeling => Κατάδυση με αναπνευστήρα, snorkel diving => Κατάδυση με αναπνευστήρα, snorkel breather => αναπνευστήρας με αναπνευστήρα,