FAQs About the word snorting

ροχαλητό

an act of forcible exhalation

αναπνοή,Πρόσληψη οσμής,ροχαλητό,σβήσιμο ,γρυλίζοντας,φύσημα (έξω),λαχανιάζοντας,σνιφάρισμα,λαχανιασμένος,Φουσκωμένος

ασφυξία,ναυτία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός

snorter => ροχαλητής, snort => ροχαλητό, snorkeling => Κατάδυση με αναπνευστήρα, snorkel diving => Κατάδυση με αναπνευστήρα, snorkel breather => αναπνευστήρας με αναπνευστήρα,