Greek Meaning of asphyxiating
ασφυκτικός
Other Greek words related to ασφυκτικός
Nearest Words of asphyxiating
Definitions and Meaning of asphyxiating in English
asphyxiating (s)
tending to deprive of oxygen
FAQs About the word asphyxiating
ασφυκτικός
tending to deprive of oxygen
πνιγμός.,ασφυξία,Καταστροφικός,στραγγαλισμός,στραγγαλισμός,ασφυκτικός,αποπνικτικός,ασφυκτικός,αποστολή
αναπνοή,λήγει,εισπνοή,εκπνοή,εμπνευσμένος,αναβιωτικό,αναζωογονώντας
asphyxiated => ασφυκτικός, asphyxiate => ασφυξία, asphyxial => ασφυκτικός, asphyxia => ασφυξία, asphyctic => ασφυκτικός,