Greek Meaning of inhaling
εισπνοή
Other Greek words related to εισπνοή
Nearest Words of inhaling
- inhaler => Αναπνευστής
- inhalent => εισπνεόμενο
- inhaled => εισπνεόμενο
- inhale => εισπνέω
- inhalator => εισπνευστήρας
- inhalation general anesthetic => Γενικό αναισθητικό εισπνοής
- inhalation general anaesthetic => Γενική αναισθησία με εισπνοή
- inhalation anthrax => Άνθρακας από εισπνοή
- inhalation anesthetic => Αναισθητικό εισπνοής
- inhalation anesthesia => Ενδοφλέβια αναισθησία
Definitions and Meaning of inhaling in English
inhaling (p. pr. & vb. n.)
of Inhale
FAQs About the word inhaling
εισπνοή
of Inhale
κράμπαρης,καταβροχθίζοντας,καταπίνω,λαιμαργία,καταβροχθίζω,αδηφαγία,άπληστος,η διαμόρφωση,χλευασμός,απρόσεκτος
συγκομιδή,Τσιμπολόγημα,ραμφίζω
inhaler => Αναπνευστής, inhalent => εισπνεόμενο, inhaled => εισπνεόμενο, inhale => εισπνέω, inhalator => εισπνευστήρας,