FAQs About the word swilling

μεθυσμένος

the drinking of large mouthfuls rapidly

γιορτή,αδηφαγία,καταβροχθίζοντας,λαιμαργία,Υπερφαγία,συμπόσιο,λαίμαργος,καταπίνω,καταβροχθίζω,φόρτωση

συγκομιδή,γευσιγνωσία,Τσιμπολόγημα,ραμφίζω

swill down => Καταπίνω, swill => πίνολα, swig => Γουλιά, swiftness => ταχύτητα, swiftly => Γρήγορα,