FAQs About the word tasting

γευσιγνωσία

a small amount (especially of food or wine), a kind of sensing; distinguishing substances by means of the taste buds, taking a small amount into the mouth to te

ανθεκτικός,βιώνω,έχοντας,βλέποντας,υπό εξέλιξη,συναίσθημα,περνάω από,γνώση,περνώντας,λήψη

No antonyms found.

tastiness => Γεύση, tastily => νόστιμα, taste-tester => Γευσιγνώστης, taster => γευσιγνώστης, taste-maker => δημιουργός τάσεων,