Greek Meaning of witnessing
μαρτυρία
Other Greek words related to μαρτυρία
Nearest Words of witnessing
Definitions and Meaning of witnessing in English
witnessing (p. pr. & vb. n.)
of Witness
FAQs About the word witnessing
μαρτυρία
of Witness
επιβεβαιωτικός,ισχυριζόμενος,διαβεβαιώνοντας,γνησιοποίηση,πιστοποίηση,εγγυάται,μαρτυρώντας (για),εγγυητής,(εγγύηση για)(για),ισχυριζόμενος
αγνοώντας,αγνοώντας,χαμένος,παραμελώ,διερχόμενος,θέα,προσπέραση
witnesser => μάρτυρας, witnessed => μαρτύρησε, witness stand => βήμα μάρτυρα, witness box => Βήμα του μάρτυρα, witness => μάρτυρας,