FAQs About the word witnessing

μαρτυρία

of Witness

επιβεβαιωτικός,ισχυριζόμενος,διαβεβαιώνοντας,γνησιοποίηση,πιστοποίηση,εγγυάται,μαρτυρώντας (για),εγγυητής,(εγγύηση για)(για),ισχυριζόμενος

αγνοώντας,αγνοώντας,χαμένος,παραμελώ,διερχόμενος,θέα,προσπέραση

witnesser => μάρτυρας, witnessed => μαρτύρησε, witness stand => βήμα μάρτυρα, witness box => Βήμα του μάρτυρα, witness => μάρτυρας,