Greek Meaning of wits
νους
Other Greek words related to νους
Nearest Words of wits
Definitions and Meaning of wits in English
wits (n)
the basic human power of intelligent thought and perception
FAQs About the word wits
νους
the basic human power of intelligent thought and perception
μυαλό,λογική,φως της ημέρας,κεφάλι,Μαρμαράκια,Ορθολογισμός,λόγος,λογικότητα,λογική σκέψη,αίσθηση
άνοια,Τρέλα,Τρέλα,μανία,παραλήρημα,Παραίσθηση,αναστάτωση,Μανία,ψευδαίσθηση,υστερία
witold gombrowicz => Βίτολντ Γκομπρόβιτς, witnessing => μαρτυρία, witnesser => μάρτυρας, witnessed => μαρτύρησε, witness stand => βήμα μάρτυρα,