Greek Meaning of wisdom
σοφία
Other Greek words related to σοφία
- Διορατικότητα
- Λάμψη
- Διάκριση
- Διάννοια
- νοημοσύνη
- αντίληψη
- Διορατικότητα
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- σοφία
- ευαισθησία
- κατανόηση
- οξύτητα
- οξύνοια
- εκτίμηση
- ανησυχία
- οξυδέρκεια
- φωτεινότητα
- διορατικότητα
- διαυγής όραση
- Εξυπνάδα
- κατανόηση
- διάκριση
- διορατικότητα
- πρόβλεψη
- Κατανοώ
- Φαιά ουσία
- κρίση
- κρίση
- κρίση
- οξύνοια
- λογική
- νοοτροπία
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- δύναμη
- φρόνηση
- Ορθολογισμός
- λόγος
- οξυδέρκεια
- σοφία
- λογική
- αίσθηση
- νοημοσύνη
- ευφυΐα
- ευφυΐα
Nearest Words of wisdom
- wisdom book => Βιβλίο Σοφίας (Vivlíο Sofías)
- wisdom literature => σοφια λογοτεχνια
- wisdom of jesus the son of sirach => Η Σοφία του Ιησού, του υιού του Σιράχ
- wisdom of solomon => Σοφία Σολομώντος
- wisdom tooth => φρονιμίτης
- wise => σοφός
- wise guy => σοφός ανθρωπος
- wise man => σοφός
- wise men => σοφοί
- wise to => σοφός για
Definitions and Meaning of wisdom in English
wisdom (n)
accumulated knowledge or erudition or enlightenment
the trait of utilizing knowledge and experience with common sense and insight
ability to apply knowledge or experience or understanding or common sense and insight
the quality of being prudent and sensible
an Apocryphal book consisting mainly of a meditation on wisdom; although ascribed to Solomon it was probably written in the first century BC
wisdom (a.)
The quality of being wise; knowledge, and the capacity to make due use of it; knowledge of the best ends and the best means; discernment and judgment; discretion; sagacity; skill; dexterity.
The results of wise judgments; scientific or practical truth; acquired knowledge; erudition.
FAQs About the word wisdom
σοφία
accumulated knowledge or erudition or enlightenment, the trait of utilizing knowledge and experience with common sense and insight, ability to apply knowledge o
Διορατικότητα,Λάμψη,Διάκριση,Διάννοια,νοημοσύνη,αντίληψη,Διορατικότητα,αντίληψη,οξυδέρκεια,σοφία
πυκνότητα,ανία,μωρία,ηλιθιότητα,βλακεία,βλακεία,Ανία,τρέλα,αντιλογικός,Τρέλα
wisconsinite => Wisconsinite, wisconsin weeping willow => Κλαίουσα ιτιά, wisconsin river => Ποταμός Ουισκόνσιν, wisconsin => Ουισκόνσιν, wisc. => wisc.,