Greek Meaning of canniness

διορατικότητα

Other Greek words related to διορατικότητα

Definitions and Meaning of canniness in English

Webster

canniness (n.)

Caution; crafty management.

FAQs About the word canniness

διορατικότητα

Caution; crafty management.

οξύνοια,οξυδέρκεια,νοημοσύνη,πανουργία,ευφυΐα,τέχνη,διαυγής όραση,πονηρός,πανουργία,Διορατικότητα

αφέλεια,πρασινάδα,Ευχέρεια,αθωότητα,αφέλεια,αφέλεια,Απλότητα,Απλότητα,αφέλεια,αφέλεια

cannily => μεθοδικά, cannikin => κουτάκι, cannicula => Κυνόδοντες, cannibally => ανθρωποφάγος, cannibalize => Ανθρωποφαγία,