Greek Meaning of clear-sightedness

διαυγής όραση

Other Greek words related to διαυγής όραση

Definitions and Meaning of clear-sightedness in English

Webster

clear-sightedness (n.)

Acute discernment.

FAQs About the word clear-sightedness

διαυγής όραση

Acute discernment.

οξυδέρκεια,Διορατικότητα,νοημοσύνη,πανουργία,σοφία,ευφυΐα,οξύνοια,διορατικότητα,πονηρός,Διάκριση

αφέλεια,πρασινάδα,Ευχέρεια,αθωότητα,αφέλεια,αφέλεια,Απλότητα,Απλότητα,αφέλεια,αφέλεια

clear-sighted => εύστοχος, clear-shining => καθαρή και λαμπερή, clear-seeing => διορατικότητα, clearness => σαφήνεια, clearly => σαφώς,