Greek Meaning of clear-headed

διαυγής

Other Greek words related to διαυγής

Definitions and Meaning of clear-headed in English

Webster

clear-headed (a.)

Having a clear understanding; quick of perception; intelligent.

FAQs About the word clear-headed

διαυγής

Having a clear understanding; quick of perception; intelligent.

ισορροπημένος,Σαφής,φυσιολογικός,λογικός,λογικός,σταθερός,αναλυτικός,Αναλυτικός,συνεκτικός,υγιής

εκκεντρικός,χλιαρός,ραγισμένο,γκρινιάρης,τρελός,τρελός,παραληρηματικός,παραληρηματικός,άνοια,ταραγμένος

clearheaded => καθαρό μυαλό, clear-eyed => αστραφτερός, clearer => καθαρότερο, clearedness => σαφήνεια, cleared => ξεκαθαρισμένο,