Greek Meaning of nuclear
πυρηνικός
Other Greek words related to πυρηνικός
- πίθηκος
- βαλλιστικός
- μανιακός
- άνοια
- τρελός
- Μανιακός
- ψυχικός
- ψυχό
- ψυχωτικός
- εκκεντρικός
- αμόκ
- ταραγμένος
- χλιαρός
- τρελός
- νυχτερίδες
- ελαφρύς
- χάος
- τρελός
- Τρελός
- πιστοποιήσιμο
- τρελός
- ραγισμένο
- κράκερ
- Τρελός
- τρελός
- τρελός
- κούκος
- παραληρηματικός
- παραληρηματικός
- ταραγμένος
- ακατάστατος
- διαταραγμένος
- κουκκιδωτός
- εκκεντρικός
- φρουτώδης
- γκάγκα
- χαλασμένος
- τρελός
- παράλογος
- παράξενος
- παράξενος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- Τρελός
- τρελός
- μανιακός
- τρελός
- τρελός
- νευρωτικός
- παράφρων
- ξηροί καρποί
- τρελός
- ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- εκκεντρικός
- απενεργοποιημένος
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- γιογιό
- απρόσεκτος
- σχιζοειδής
- Σχιζοφρένεια
- τρελός
- Αντικοινωνικός
- συγκινημένος
- ανισόρροπος
- ανισόρροπος
- προβληματικός
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- περίεργος
- μπανάνες
- τρελοκομείο
- Τρελός
- απατηλός
- Λούνεϊ Τουνς
- Looney Tunes
- τρελός
- τρελός
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- γκρινιάρης
- καταθλιπτικός
- ταραγμένος
- Φρενήρης
- φρενήρης
- υστερικός
- υστερικός
- μονός
- Εικονοστοιχειωμένος
- κουίρ
- μαινόμενος
- ανόητος
- περίεργο
- παράλογος
- με ψήφους
- εκπαιδευμένος
- τρελός
- wud
Nearest Words of nuclear
- nuclear cataract => Πυρηνικός καταρράκτης
- nuclear chemist => Πυρηνικός χημικός
- nuclear chemistry => Πυρηνική χημεία
- nuclear club => Πυρηνικός σύλλογος
- nuclear deterrence => Πυρηνική αποτροπή
- nuclear energy => Πυρηνική ενέργεια
- nuclear engineering => Πυρηνική μηχανική
- nuclear family => Πυρηνική οικογένεια
- nuclear fission => Πυρηνική σχάση
- nuclear fuel => Πυρηνικό καύσιμο
Definitions and Meaning of nuclear in English
nuclear (a)
(weapons) deriving destructive energy from the release of atomic energy
of or relating to or constituting the nucleus of an atom
of or relating to or constituting the nucleus of a cell
nuclear (s)
constituting or like a nucleus
nuclear (a.)
Of or pertaining to a nucleus; as, the nuclear spindle (see Illust. of Karyokinesis) or the nuclear fibrils of a cell; the nuclear part of a comet, etc.
FAQs About the word nuclear
πυρηνικός
(weapons) deriving destructive energy from the release of atomic energy, of or relating to or constituting the nucleus of an atom, of or relating to or constitu
πίθηκος,βαλλιστικός,μανιακός,άνοια,τρελός,Μανιακός,ψυχικός,ψυχό,ψυχωτικός,εκκεντρικός
σαφής,υγιής,συνετός,Σαφής,φυσιολογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,σοφός,ισορροπημένος
nucleal => πυρηνικός, nucle => πυρήνας, nucin => νουκίνη, nucifraga columbiana => Καρυοθραύστης, nucifraga caryocatactes => Καρυοθραύστης,