Greek Meaning of sociopathic
Αντικοινωνικός
Other Greek words related to Αντικοινωνικός
- εκκεντρικός
- παραληρηματικός
- παραληρηματικός
- ακατάστατος
- διαταραγμένος
- νευρικός
- νευρωτικός
- ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- ψυχωτικός
- σχιζοειδής
- Σχιζοφρένεια
- ασταθής
- Καθηλωμένος
- απατηλός
- παρανοϊκός
- παρανοϊκός
- ανήσυχος
- ενοχλημένο
- πιστοποιήσιμο
- τρελός
- άνοια
- ταραγμένος
- στεναχωρημένος
- εκκεντρικός
- τρελός
- παράλογος
- ανήσυχος
- νευρικός
- παράξενος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- Μανιακός
- μανιακός
- ψυχικός
- αγχωμένος
- τρελός
- εκκεντρικός
- υπερβολικά ανήσυχος
- ψυχό
- ανήσυχος
- τρελός
- νευρικός
- ανισόρροπος
- ανήσυχος
- ανισόρροπος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- τρελός
- περίεργος
- ανήσυχος
- Τρελός
- χλιαρός
- τρελός
- νυχτερίδες
- ελαφρύς
- χάος
- τρελός
- Τρελός
- τρελός
- ραγισμένο
- κράκερ
- Τρελός
- γκρινιάρης
- τρελός
- κούκος
- φρουτώδης
- γκάγκα
- χαλασμένος
- παράξενος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- παράφρων
- ξηροί καρποί
- εμμονικός
- μονός
- Εικονοστοιχειωμένος
- κουίρ
- απρόσεκτος
- περίεργο
- τεταμένος
- παράλογος
- προβληματικός
- τρελός
- τρελός
- τρελοκομείο
- εμμονικός
- Λούνεϊ Τουνς
- Looney Tunes
- τρελός
- τρελός
- με ψήφους
- wud
- σαφής
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- κουλ
- ίδιος
- επίπεδο
- διαυγής
- ειρηνικός
- ήρεμος
- δαιμονισμένος
- λογικός
- λογικός
- χαλαρός
- ανακουφισμένος
- σιωπηλός
- Γαλήνιος
- λείο
- ήρεμος
- άενοχλητος
- ανανέρωτος
- ατάραχος
- ατάραχος
- ανήσυχος
- ισορροπημένος
- Σωστόμυαλος
- ψύχραιμος
- Σαφής
- λογικός
- ψύχραιμος
- ήχος
- μαζί
- ηρεμισμένος
- ακλόνητος
- ανέμελος
- ήρεμος
- ηρεμισμένο
- θυμίζει
- τρελός
Nearest Words of sociopathic
- sociopath => Κοινωνιοπαθής
- sociometry => κοινωνιομετρία
- sociology department => Τμήμα Κοινωνιολογίας
- sociology => Κοινωνιολογία
- sociologist => κοινωνιολόγος
- sociologically => κοινωνιολογικά
- sociological => κοινωνιολογικός
- sociolinguistics => Κοινωνιογλωσσολογία
- sociolinguistically => κοινωνιογλωσσικά
- sociolinguistic => κοινωνιογλωσσικός
Definitions and Meaning of sociopathic in English
sociopathic (a)
of or relating to a sociopathic personality disorder
FAQs About the word sociopathic
Αντικοινωνικός
of or relating to a sociopathic personality disorder
εκκεντρικός,παραληρηματικός,παραληρηματικός,ακατάστατος,διαταραγμένος,νευρικός,νευρωτικός,ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή,παρανοϊκός,παρανοϊκός
σαφής,συλλεγέν,συντεθειμένος,κουλ,ίδιος,επίπεδο,διαυγής,ειρηνικός,ήρεμος,δαιμονισμένος
sociopath => Κοινωνιοπαθής, sociometry => κοινωνιομετρία, sociology department => Τμήμα Κοινωνιολογίας, sociology => Κοινωνιολογία, sociologist => κοινωνιολόγος,