Greek Meaning of sociolinguistics
Κοινωνιογλωσσολογία
Other Greek words related to Κοινωνιογλωσσολογία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of sociolinguistics
- sociolinguistically => κοινωνιογλωσσικά
- sociolinguistic => κοινωνιογλωσσικός
- sociolinguist => Κοινωνιογλωσσολόγος
- socioeconomically => socioeconomic
- socio-economic class => Κοινωνικοοικονομική τάξη
- socioeconomic => κοινωνικοοικονομικός
- sociocultural => κοινωνικοπολιτισμικός
- sociobiology => κοινωνιοβιολογία
- sociobiologist => κοινωνιοβιολόγος
- sociobiologically => κοινωνικοβιολογικά
- sociological => κοινωνιολογικός
- sociologically => κοινωνιολογικά
- sociologist => κοινωνιολόγος
- sociology => Κοινωνιολογία
- sociology department => Τμήμα Κοινωνιολογίας
- sociometry => κοινωνιομετρία
- sociopath => Κοινωνιοπαθής
- sociopathic => Αντικοινωνικός
- sociopathic personality => Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας
- sock => κάλτσα
Definitions and Meaning of sociolinguistics in English
sociolinguistics (n)
the study of language in relation to its sociocultural context
FAQs About the word sociolinguistics
Κοινωνιογλωσσολογία
the study of language in relation to its sociocultural context
No synonyms found.
No antonyms found.
sociolinguistically => κοινωνιογλωσσικά, sociolinguistic => κοινωνιογλωσσικός, sociolinguist => Κοινωνιογλωσσολόγος, socioeconomically => socioeconomic, socio-economic class => Κοινωνικοοικονομική τάξη,