Greek Meaning of socle

βάση

Other Greek words related to βάση

Definitions and Meaning of socle in English

Wordnet

socle (n)

a plain plinth that supports a wall

FAQs About the word socle

βάση

a plain plinth that supports a wall

Τόξο,Αρχιτεκτόνημα,Κεφάλαιο,στήλη,Κορνίζα,στεφάνι,Ζωφόρος,-,κίονας,άξονας

No antonyms found.

sockeye salmon => Σολομός του ειρηνικού, sockeye => σολομός sockeye, socket wrench => κλειδί καρυδάκι, socket => πρίζα, sockdolager => Το τελειωτικό χτύπημα,