Greek Meaning of arch
Τόξο
Other Greek words related to Τόξο
- μεγάλος
- κεντρικός
- κυρίαρχος
- πρώτο
- ο σημαντικότερος
- μεγαλύτερος
- κορυφαία
- κύριος
- κυρίαρχος
- πρωτεύον
- υψηλότερος
- Κεφάλαιο
- καρδινάλιος
- αρχηγός
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- κλειδί
- κύριος
- αριθμός ένα
- αλαζόνας
- επικράτηση
- Ανώτατος
- Πρωθυπουργός
- πρωτόγονος
- διευθυντής
- προηγούμενος
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- κορυφαίο
- κυρίαρχος
- γιορτάζεται
- εξαίρετος
- εξέχον
- διάσημος
- διάσημος
- υψηλού επιπέδου
- διαπρεπής
- σημαντικός
- ασύγκριτος
- επιδραστικός
- μεγάλος
- απαράμιλλος
- ισχυρός
- σημαντικός
- ευγενής
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- Εξαιρετικός
- εξέχων
- περίβλεπτος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Σήμα
- σημαντικός
- αστέρι
- αστρικός
- ανώτερος
- απαράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ασύγκριτος
- απαράμιλλος
- Αριθμός 1
- αριθμός ένα
- συντριπτικός
Nearest Words of arch
Definitions and Meaning of arch in English
arch (n)
a curved shape in the vertical plane that spans an opening
a curved bony structure supporting or enclosing organs (especially the inner sides of the feet)
a passageway under a curved masonry construction
(architecture) a masonry construction (usually curved) for spanning an opening and supporting the weight above it
arch (v)
form an arch or curve
arch (s)
(used of behavior or attitude) characteristic of those who treat others with condescension
naughtily or annoyingly playful
arch (n.)
Any part of a curved line.
Usually a curved member made up of separate wedge-shaped solids, with the joints between them disposed in the direction of the radii of the curve; used to support the wall or other weight above an opening. In this sense arches are segmental, round (i. e., semicircular), or pointed.
A flat arch is a member constructed of stones cut into wedges or other shapes so as to support each other without rising in a curve.
Any place covered by an arch; an archway; as, to pass into the arch of a bridge.
Any curvature in the form of an arch; as, the arch of the aorta.
A chief.
arch (v. t.)
To cover with an arch or arches.
To form or bend into the shape of an arch.
arch (v. i.)
To form into an arch; to curve.
arch (a.)
Chief; eminent; greatest; principal.
Cunning or sly; sportively mischievous; roguish; as, an arch look, word, lad.
FAQs About the word arch
Τόξο
a curved shape in the vertical plane that spans an opening, a curved bony structure supporting or enclosing organs (especially the inner sides of the feet), a p
μεγάλος,κεντρικός,κυρίαρχος,πρώτο,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κορυφαία,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον
τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,ελαφρύ,εγγύηση,κατώτερος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,υφιστάμενος
arceuthobium pusillum => Αρκεύθιο το μικρό, arceuthobium => Ίξος, arcellidae => αρκλελίδια, arcella => Αρσέλλα, arced => καμπυλωτός,