Greek Meaning of prestigious

περίβλεπτος

Other Greek words related to περίβλεπτος

Definitions and Meaning of prestigious in English

Wordnet

prestigious (s)

having an illustrious reputation; respected

exerting influence by reason of high status or prestige

FAQs About the word prestigious

περίβλεπτος

having an illustrious reputation; respected, exerting influence by reason of high status or prestige

εξαίρετος,σεβαστός,Διάσημος,αξιόπιστος,φημισμένος,σεβαστός,σεβαστός,αξιόπιστος,εκτιμητέος,διάσημος

ύποπτος,σκοτεινός,ασαφής,ξεπεσμένος,σκιερός,αδιάφορος,Άγνωστος,ανώνυμος

prestige => κύρος, prestidigitator => ταχυδακτυλουργός, prestidigitation => ταχυδακτυλουργία, presswork => Τυπογραφικό Έργο, pressurized water reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας με ατμό υπό πίεση,