Greek Meaning of esteemed

σεβαστός

Other Greek words related to σεβαστός

Definitions and Meaning of esteemed in English

Wordnet

esteemed (s)

having an illustrious reputation; respected

Webster

esteemed (imp. & p. p.)

of Esteem

FAQs About the word esteemed

σεβαστός

having an illustrious reputation; respectedof Esteem

εξαίρετος,εκτιμητέος,περίβλεπτος,Διάσημος,αξιόπιστος,φημισμένος,σεβαστός,σεβαστός,αξιόπιστος,διάσημος

ύποπτος,ασαφής,ξεπεσμένος,σκοτεινός,σκιερός,αδιάφορος,Άγνωστος,ανώνυμος

esteemable => εκτιμητός, esteem => εκτίμηση, estazolam => estazolam, estatly => σταθερός, estates general => Τάξεις των Γενικών,