Greek Meaning of renowned
Διάσημος
Other Greek words related to Διάσημος
- γιορτάζεται
- διάσημος
- διάσημος
- διαβόητος
- εξέχων
- εξαίρετος
- διαπρεπής
- περιβόητος
- θρυλικός
- αξιοσημείωτος
- σημείωσε
- Εξαιρετικός
- σεβαστός
- αστέρι
- ορατός
- γνωστός
- αναγνωρισμένος
- εξέχον
- εκτιμητέος
- Εξαιρετικός.
- μυθικός
- καταπληκτικός
- αγαπημένος
- φοβερός
- μεγάλος, καταπληκτικός
- έντιμος
- σημαντικός
- κορυφαία
- αξιόλογος
- δημοφιλής
- εξέχων
- προτιμότερος
- περίβλεπτος
- αναγνωρισμένος
- τρομερός
- αξιοσημείωτος
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- σημαντικός
- ανώτερος
- γνωστός
Nearest Words of renowned
Definitions and Meaning of renowned in English
renowned (s)
widely known and esteemed
renowned (a.)
Famous; celebrated for great achievements, for distinguished qualities, or for grandeur; eminent; as, a renowned king.
FAQs About the word renowned
Διάσημος
widely known and esteemedFamous; celebrated for great achievements, for distinguished qualities, or for grandeur; eminent; as, a renowned king.
γιορτάζεται,διάσημος,διάσημος,διαβόητος,εξέχων,εξαίρετος,διαπρεπής,περιβόητος,θρυλικός,αξιοσημείωτος
Ανώνυμος,ανώνυμος,ασαφής,Άγνωστος,αδούλωτος,διακριτικός,ασήμαντος,αδιάφορος,ασήμαντο,αντιδημοφιλής
renown => Φήμη, renowmed => Φημισμένος, renowme => φήμη, renovelance => ανανέωση (ananeosi), renovel => ανακαινίζω,