Greek Meaning of rentable

ενοικιάσιμος

Other Greek words related to ενοικιάσιμος

Definitions and Meaning of rentable in English

Wordnet

rentable (a)

that is able or fit be rented

Webster

rentable (a.)

Capable of being rented, or suitable for renting.

FAQs About the word rentable

ενοικιάσιμος

that is able or fit be rentedCapable of being rented, or suitable for renting.

ιδιοποιήσιμο,Διαθέσιμο,επιπλωμένος,προσφέρονται,αγοράσιμος,Προσιτός,Προσβάσιμο,αποκτάν,εφικτός,προσβάσιμος

απρόσιτος,περιορισμένος,περιορισμένος,Απρόσιτος,μη διαθέσιμο,ανέφικτο,έλλειψη,σπάνιος,σπάνιος,ασυνήθιστος

rent seeking => Αναζήτηση ενοικίου, rent out => Ενοικίαση, rent collector => εισπράκτορας ενοικίου, rent => ενοίκιο, rensselaerite => ρενσελερίτης,